- σκορδοκαΐλα
- η :
τί λες εκεί, σκορδοκαΐλα (μ' επιασε)! — мне наплевать на то, что ты говоришь!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τί λες εκεί, σκορδοκαΐλα (μ' επιασε)! — мне наплевать на то, что ты говоришь!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκορδοκαΐλα — η, Ν 1. αίσθημα καυστικό που δοκιμάζει κανείς όταν τρώει ή όταν χωνεύει σκόρδα 2. φρ. «σκορδοκαΐλα μου», ή «σκορδοκαΐλα μ έπιασε» μτφ. δεν δίνω δεκάρα, δεν μού καίγεται καρφί, δεν μέ ενδιαφέρει καθόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + καΐλα (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
σκορδοκαΐλα — η 1. κάψιμο της γλώσσας που προκαλείται από το σκόρδο. 2. «Σκορδοκαΐλα μ έπιασε», δε με νοιάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek